μεταμέρεια

μεταμέρεια
Όρος που στη ζωολογία υποδηλώνει εκείνη τη δομή σώματος που αποτελείται από διαδοχικές επαναλαμβανόμενες υποδιαιρέσεις, κατά μήκος του σωματικού άξονα, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια όργανα· αυτό το φαινόμενο παρατηρείται μόνο στους αμφίπλευρα συμμετρικούς οργανισμούς. Τα τμήματα αυτά ονομάζονται μεταμερίδια ή σωμίτες, ενώ τα όργανα που επαναλαμβάνονται ονομάζονται μεταμερικά. Υπάρχουν δύο τύποι μ., η ομώνυμη και η ετερώνυμη· στην πρώτη, όλα τα τμήματα είναι όμοια ή σχεδόν όμοια μεταξύ τους, με εξαίρεση τουλάχιστον τα ακραία, δηλαδή το πρώτο ή τα πρώτα και το τελευταίο· αντίθετα, στην ετερώνυμη μ., τα τμήματα ορισμένων περιοχών του σώματος διαφοροποιούνται σημαντικά, είτε ως προς τα εσωτερικά όργανα είτε ως προς την εξωτερική εμφάνιση, σε σχέση με τα υπόλοιπα. Όσο πιο έντονη είναι η μ., τόσο μεγαλύτερη είναι η αυτονομία του κάθε μεταμεριδίου. Η μ. είναι πλήρης και ομώνυμη στους δακτυλιοσκώληκες, όπου κάθε μεταμερίδιο περιέχει ένα ζευγάρι νευρικά γάγγλια και τα απεκκριτικά όργανα ή νεφρίδια· μεταμερική διάταξη εμφανίζουν, επίσης, το πεπτικό σύστημα, οι μύες και τα αγγεία αυτών των οργανισμών. Εξωτερικά η μ. διακρίνεται από μεταμερικές αποφύσεις και συσφίγξεις, που αντιστοιχούν σε διαφράγματα εσωτερικής διαίρεσης, με εξαίρεση τα βδελλοειδή (για παράδειγμα, βδέλλα), όπου η εξωτερική διαίρεση σε δακτυλίους είναι μεγαλύτερη της εσωτερικής μ. Στην κατηγορία των αρθρόποδων, τα τμήματα του σώματος είναι σαφώς διακεκριμένα στην περίπτωση των μυριαπόδων, τα οποία έχουν ομώνυμη μ., ενώ είναι λιγότερο διακεκριμένα στις υπόλοιπες ομοταξίες, όπου η μ. είναι ετερώνυμη και περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένη, εξαιτίας της συγχώνευσης των εξωτερικών τμημάτων και του περιορισμού των εσωτερικών οργάνων. Έτσι, στα μαλακόστρακα και στα αραχνίδια –ομοταξίες των καρκινοειδών– η κεφαλή και ο θώρακας είναι συγχωνευμένα σε κεφαλοθώρακα, αλλά η μ. είναι έκδηλη στην επανάληψη των αποφύσεων· στα έντομα η μ. είναι ιδιαίτερα εμφανής στα απτερυγωτά (διπλούρους, θυσανούρους) και στις προνυμφικές μορφές των πτερυγωτών, ενώ στην εσωτερική οργάνωση είναι πολύ εμφανής η μ. του νευρικού συστήματος με αλυσίδα γαγγλίων. Στα σπονδυλωτά, τέλος, η μ. είναι εμφανής κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη και αντιπροσωπεύεται από τον διαχωρισμό σε τμήματα του μυϊκού συστήματος, των νευρικών ινών που ξεκινούν από τον νωτιαίο μυελό και της σπονδυλικής στήλης με τα υπόλοιπα μέρη του σκελετού και με τα αιμοφόρα αγγεία που εξαρτώνται από αυτόν. Η μ. δεν περιλαμβάνει ποτέ τα αναπαραγωγικά όργανα, γι’ αυτό και διαφέρει από τη στροβίλωση των κεστωδών και ορισμένων κνιδοζώων. Πάνω, ομώνυμη μεταμέρεια σε έναν δακτυλιοσκώληκα του γένους νηρηίδα? όλα σχεδόν τα τμήματα είναι όμοια μεταξύ τους. Κάτω, ετερώνυμη μεταμέρεια σε ένα μαλακόστρακο του γένους βραχύπους.
* * *
η
1. βιολ. η δόμηση ενός σώματος από μια σειρά όμοιων τμημάτων, τών μεταμερών ή σωμιτών, το καθένα από τα οποία σχηματίζεται σε γραμμική ακολουθία στο έμβρυο
2. χημ. ειδική περίπτωση συντακτικής ισομέρειας, η οποία αναφέρεται σε δύο ενώσεις που προκύπτουν αμοιβαία η μία από την άλλη ως αποτέλεσμα μιας αντίδρασης μετάθεσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δακτυλιοσκώληκες — Φύλο σκωληκομόρφων ζώων με κυλινδρικό σχήμα. Το σώμα τους εμφανίζει μεταμερική δομή, αποτελείται δηλαδή από πολλά δακτυλιοειδή τμήματα (ή μεταμερίδια), σε καθένα από τα οποία υπάρχει μια εσωτερική κοιλότητα που καθεμία περιέχει τα ίδια όργανα. Σε …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • γεωσκώληκας — Δακτυλιοσκώληκας, το κυλινδρικό σώμα του οποίου (μέγιστο μήκος 15 εκ.) αποτελείται από πολυάριθμους δακτυλίους ή μεταμερή τμήματα, όμοια μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν διακρίνεται η κεφαλή από το υπόλοιπο σώμα. Κάθε μεταμερές τμήμα διαθέτει σμήριγγες …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταμερής — ές 1. χημ. ο σχετικός με χημική ένωση ισομερή προς άλλη λόγω μεταμέρειας 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταμερές βιολ. καθεμιά από τις όμοιες υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούν στη μεταμέρεια ζώων όπως είναι τα αρθρόποδα και οι πολύχαιτοι …   Dictionary of Greek

  • μυριάποδα — (myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόμερα — τα ζωολ. ταξινομική ομάδα που περιλαμβάνει μετάζωα με περιορισμένη μεταμέρεια …   Dictionary of Greek

  • ολιγόχαιτοι — (oligochaetae). Τάξη χαιτοπόδων σκουληκιών, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εξαρτημάτων και παραπόδων. Οι σμήριγγές τους είναι λίγες και απλές. Οι ο. είναι μικρότεροι σκώληκες με εμφανή εξωτερική μεταμέρεια. Οι περισσότεροι ζουν στα γλυκά νερά …   Dictionary of Greek

  • σιπουνκουλοειδή — και παλαιότ. τ. σιπυνκουλοειδή, τα, Ν ζωολ. ελάσσον φύλο θαλάσσιων πρωτοστομιων ασπονδύλων χωρίς μεταμέρεια, τα οποία παλαιότερα αποτελούσαν, μαζί με τα πριαπουλοειδή και τα εχιουροειδή, την ομοταξία σκωλήκων γεφύριοι, έχουν σκωληκόμορφο επίμηκες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”